- Πλυνός
- Πλυνόςtroughmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλυνός — trough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνός — ο, Ν [πλύνω] ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος τού πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους αρχ. 1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων 2. λουτήρας, μπανιέρα 3. θέση, χώρος … Dictionary of Greek
πλύνος — ὁ, Α [πλύνω] 1. το πλύσιμο 2. κάτι που έχει πλυθεί 3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» νιτρικό σαπούνι β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» πλύνω γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» υβρίζομαι … Dictionary of Greek
Πλυνοῖς — Πλυνός trough masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοῖσιν — Πλυνός trough masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοί — Πλυνός trough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνοί — πλυνός trough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοῦ — Πλυνός trough masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνοῦ — πλυνός trough masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνούς — Πλυνός trough masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)